Με προϋποθέσεις, ακόμη και στη βρεφική ηλικία παράλληλα και με τον ίδιο τρόπο με τη μητρική ή ολοκληρωμένα από τη Β Δημοτικού.
(Ένα παιδί μπορεί να μάθει άνετα να καταλαβαίνει και να μιλάει μια ξένη γλώσσα παράλληλα με τη μητρική του από τη βρεφική ηλικία, εάν στο άμεσο περιβάλλον του υπάρχουν ένα ή περισσότερα πρόσωπα που μιλούν συστηματικά την ξένη γλώσσα, όπως συμβαίνει με παιδιά που o ένας ή και οι δύο γονείς τους είναι διαφορετικής εθνικότητας ή παιδιά που μεγαλώνουν με τροφό άλλης από τη δική τους εθνικότητας.
Όταν δεν ισχύουν τα παραπάνω, δηλαδή στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η ιδεώδης ηλικία για να αρχίσει ένα παιδί να μαθαίνει μια ξένη γλώσσα ολοκληρωμένα, δηλαδή όχι μόνο να την καταλαβαίνει και να τη μιλάει αλλά και να τη γράφει, είναι η Β Δημοτικού. Βοηθάει σημαντικά το να έχει καλλιεργηθεί στο παιδί από πριν όσο είναι δυνατό η ιδέα, ούτως ώστε όταν έρχεται η στιγμή να ξεκινήσει, να το θέλει και το ίδιο.)